Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετεωρογραφικός η μετεωρογραφική το μετεωρογραφικό
      γενική του μετεωρογραφικού της μετεωρογραφικής του μετεωρογραφικού
    αιτιατική τον μετεωρογραφικό τη μετεωρογραφική το μετεωρογραφικό
     κλητική μετεωρογραφικέ μετεωρογραφική μετεωρογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετεωρογραφικοί οι μετεωρογραφικές τα μετεωρογραφικά
      γενική των μετεωρογραφικών των μετεωρογραφικών των μετεωρογραφικών
    αιτιατική τους μετεωρογραφικούς τις μετεωρογραφικές τα μετεωρογραφικά
     κλητική μετεωρογραφικοί μετεωρογραφικές μετεωρογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετεωρογραφικός < μετεωρογράφος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μετεωρογραφικός, -ή, -ό,


  Μεταφράσεις επεξεργασία