μετεωρογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετεωρογράφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετεωρογράφος αρσενικό
- Πολυσύνθετο αυτογραφικό, μη επίγειο όργανο, στο οποίο καταγράφονται αυτόματα και συγχρόνως, παρατηρήσεις επί της υφιστάμενης βαρομετρικής πίεσης, θερμοκρασίας, υγρασίας και ταχύτητας ανέμου.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετεωρογράφος
|