Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετενσωμάτωση οι μετενσωματώσεις
      γενική της μετενσωμάτωσης* των μετενσωματώσεων
    αιτιατική τη μετενσωμάτωση τις μετενσωματώσεις
     κλητική μετενσωμάτωση μετενσωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετενσωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετενσωμάτωση < ελληνιστική κοινή μετενσωμάτωσις < μετενσωματόομαι < αρχαία ελληνική σῶμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετενσωμάτωση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία