μετεμψυχωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετεμψυχωτικός < μετεμψύχωση + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
μετεμψυχωτικός
- που έχει σχέση με τη μετεμψύχωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετεμψυχωτικός
|
μετεμψυχωτικός
|