μεταϊστορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταϊστορία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική métahistoire
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταϊστορία θηλυκό
- η μελέτη της ιστορίας της ιστορίας
- → δείτε τη λέξη ιστοριογραφία
- η μελέτη της ουσίας της ιστορίας
- ≈ συνώνυμα: φιλοσοφία της ιστορίας, μεθοδολογία της ιστορίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταϊστορία