Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταχρονισμός οι μεταχρονισμοί
      γενική του μεταχρονισμού των μεταχρονισμών
    αιτιατική τον μεταχρονισμό τους μεταχρονισμούς
     κλητική μεταχρονισμέ μεταχρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταχρονισμός < μετα- + χρονισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταχρονισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία