μεταχρονισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταχρονισμός αρσενικό
- η παρουσίαση κάποιων στοιχείων, πραγμάτων, φαινομένων κ.λπ. σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, με διαφορά χρονικής φάσης
- ※ Παλαιότερα που στον υπολογισμό των ψυκτικών φορτίων δεν λαμβάνονταν υπόψη ο μεταχρονισμός το αποτέλεσμα ήταν να προκύπτουν μεγάλα φορτία, γεγονός που οδηγούσε σε αδικαιολόγητα μεγάλες εγκαταστάσεις και εξοπλισμούς. Άρα και σε υψηλό κόστος εγκατάστασης. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταχρονισμός
|