μεταπρατισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταπρατισμός < μεταπράτ(ης) + -ισμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.pɾa.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐πρα‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταπρατισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) η μέθοδος αγοράς σε χονδρική τιμή και πώλησης σε λιανική τιμή με σκοπό την απόκτηση κέρδους
- ※ Ο πολιτικός βίος της χώρας, από τα χρόνια του Όθωνα ώς σήμερα, είναι ασφυκτικά παγιδευμένος στον μεταπρατισμό, στην ξιπασμένη νεκροφόρα μίμηση της Δύσης. (Χρήστος Γιανναράς, Για την ελληνική διαφορά, Η Καθημερινή, 28 Ιουλίου 2019)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταπρατισμός
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr