μεταλλοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μεταλλοφόρος, -ος/-α, -ο
- που περιέχει μετάλλευμα
- ※ Το Ανατολικό τμήμα είναι η γνωστή μεταλλοφόρος περιοχή του Λαυρίου (Γεωλογία & γεωμορφολογία, geoparklavreotiki.gr [1])
- που περιέχει μέταλλα
- ※ Συγκριτική μελέτη μεθόδων ποσοτικοποίησης της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης των θαλάσσιων ιζημάτων από μεταλλοφόρα βιομηχανικά απόβλητα, ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας, 1996 ([2])
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταλλοφόρος
|