↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταλλειολογικός η μεταλλειολογική το μεταλλειολογικό
      γενική του μεταλλειολογικού της μεταλλειολογικής του μεταλλειολογικού
    αιτιατική τον μεταλλειολογικό τη μεταλλειολογική το μεταλλειολογικό
     κλητική μεταλλειολογικέ μεταλλειολογική μεταλλειολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταλλειολογικοί οι μεταλλειολογικές τα μεταλλειολογικά
      γενική των μεταλλειολογικών των μεταλλειολογικών των μεταλλειολογικών
    αιτιατική τους μεταλλειολογικούς τις μεταλλειολογικές τα μεταλλειολογικά
     κλητική μεταλλειολογικοί μεταλλειολογικές μεταλλειολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταλλειολογικός < μεταλλειολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

μεταλλειολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία