μεταλλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεταλλίκι | τα | μεταλλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μεταλλίκι | τα | μεταλλίκια |
κλητική | μεταλλίκι | μεταλλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταλλίκι < τουρκική metalik < γαλλική métalique < αρχαία ελληνική μεταλλικός (αντιδάνειο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.taˈli.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ταλ‐λί‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταλλίκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταλλίκι
→ δείτε τη λέξη νόμισμα |
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)