μεταγνώση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταγνώση | οι | μεταγνώσεις |
γενική | της | μεταγνώσης* | των | μεταγνώσεων |
αιτιατική | τη | μεταγνώση | τις | μεταγνώσεις |
κλητική | μεταγνώση | μεταγνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταγνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταγνώση < μετα- + γνώση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metacognition[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταγνώση θηλυκό
- (ψυχολογία, εκπαίδευση) η διαδικασία συνειδητοποίησης και ρύθμισης του τρόπου σκέψης και μάθησης
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Metacognition στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταγνώση
- ↑ μεταγνώση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)