μεταανάλυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταανάλυση | οι | μετααναλύσεις |
γενική | της | μεταανάλυσης* | των | μετααναλύσεων |
αιτιατική | τη | μεταανάλυση | τις | μετααναλύσεις |
κλητική | μεταανάλυση | μετααναλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετααναλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταανάλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική meta-analysis < αρχαία ελληνική μετά + ἀνάλυσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταανάλυση θηλυκό
- ανάλυση δεδομένων ή μελέτη ενός θέματος με τη βοήθεια στατιστικής επεξεργασίας άλλων σχετικών αναλύσεων ή μελετών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Meta-analysis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταανάλυση