↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταανάλυση οι μετααναλύσεις
      γενική της μεταανάλυσης* των μετααναλύσεων
    αιτιατική τη μεταανάλυση τις μετααναλύσεις
     κλητική μεταανάλυση μετααναλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετααναλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταανάλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική meta-analysis < αρχαία ελληνική μετά + ἀνάλυσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταανάλυση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία