μεσῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασία- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του συνηρημένου ρήματος μεσῶ (ασυναίρετο μεσόω)
- όντας στο μέσο (ιδίως για χρονική περίοδο)
- ⮡ μεσοῦσα ἡμέρα : μεσημέρι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 104
- μεσοῦσα δὲ ἡ ἡμέρη σχεδὸν παραπλησίως καίει τούς ‹τε› ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τοὺς Ἰνδούς
- Καθώς μεσημεριάζει, ο ήλιος καίει στους Ινδούς το ίδιο σχεδόν όσο και στους άλλους ανθρώπους
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- (ως γενική απόλυτος)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 57.1
- Τοῦ δ᾽ ἐπιγιγνομένου θέρους μεσοῦντος [...]
- Στα μέσα του επόμενου καλοκαιριού [...]
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 57.1
- όντας στο μέσο (ιδίως για χρονική περίοδο)
Πηγές
επεξεργασία- μεσόω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεσόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.