γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μεσῶν μεσοῦσ τὸ μεσοῦν
      γενική τοῦ μεσοῦντος τῆς μεσούσης τοῦ μεσοῦντος
      δοτική τῷ μεσοῦντ τῇ μεσούσ τῷ μεσοῦντ
    αιτιατική τὸν μεσοῦντ τὴν μεσοῦσᾰν τὸ μεσοῦν
     κλητική ! μεσῶν μεσοῦσ μεσοῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μεσοῦντες αἱ μεσοῦσαι τὰ μεσοῦντ
      γενική τῶν μεσούντων τῶν μεσουσῶν τῶν μεσούντων
      δοτική τοῖς μεσοῦσῐ(ν) ταῖς μεσούσαις τοῖς μεσοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς μεσοῦντᾰς τὰς μεσούσᾱς τὰ μεσοῦντ
     κλητική ! μεσοῦντες μεσοῦσαι μεσοῦντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μεσοῦντε τὼ μεσούσ τὼ μεσοῦντε
      γεν-δοτ τοῖν μεσούντοιν τοῖν μεσούσαιν τοῖν μεσούντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

μεσῶν, μεσοῦσα, μεσοῦν