Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεσόφρυδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μεσόφρυδ
ο
τα
μεσόφρυδ
α
γενική
του
μεσόφρυδ
ου
των
μεσόφρυδ
ων
αιτιατική
το
μεσόφρυδ
ο
τα
μεσόφρυδ
α
κλητική
μεσόφρυδ
ο
μεσόφρυδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεσόφρυδο
< (
ελληνιστική κοινή
)
μεσόφρυον
<
αρχαία ελληνική
μέσος
+
ὀφρῦς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεσόφρυδο
ουδέτερο
(
ανατομία
) το
τμήμα
του
προσώπου
ανάμεσα
από το πάνω μέρος της
μύτης
και τα
φρύδια
Άλλες μορφές
επεξεργασία
μεσόφρυο
μέσοφρυς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
μέσος
και
φρύδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεσόφρυδο
αγγλικά
:
glabella
(en)