μέσοφρυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μέσοφρυς < (μέσος) μέσ- + -οφρυς < ὀφρύς με βραχύ ῠ (αλλά (ὀφρῦς) που απαντά σε πολλά σύνθετα ουσιαστικά ή επίθετα, με αναβιβασμό του τόνου (όπως μελάνοφρυς, μίξοφρυς), σε αντίθεση με εκείνα που δεν αναβιβάζουν (όπως ἀραιόφρυς, λυκόφρυς).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμέσοφρυς, -υος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- μέσοφρυς, -υος (Α)[ρχαίο] - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ΣτΕ: χωρίς αναφορά σε άλλα λεξικά.
- για τον τονισμό συνθέτων, δείτε ὀφρῦς, ὀφρύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.