↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσοκαλόκαιρο τα μεσοκαλόκαιρα
      γενική του μεσοκαλόκαιρου των μεσοκαλόκαιρων
    αιτιατική το μεσοκαλόκαιρο τα μεσοκαλόκαιρα
     κλητική μεσοκαλόκαιρο μεσοκαλόκαιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσοκαλόκαιρο < μεσο- + καλοκαίρ(ι) + -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.so.kaˈlo.ce.ro/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σο‐κα‐λό‐και‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσοκαλόκαιρο ουδέτερο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία