↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσοχείμωνο τα μεσοχείμωνα
      γενική του μεσοχείμωνου των μεσοχείμωνων
    αιτιατική το μεσοχείμωνο τα μεσοχείμωνα
     κλητική μεσοχείμωνο μεσοχείμωνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσοχείμωνο < μεσαιωνική ελληνική μεσοχείμωνον < μεσο- + αρχαία ελληνική χειμών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσοχείμωνο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία