μεσοχείμωνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσοχείμωνο < μεσαιωνική ελληνική μεσοχείμωνον < μεσο- + αρχαία ελληνική χειμών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσοχείμωνο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο)[1] το καταχείμωνο
Συγγενικά
επεξεργασία- μεσοχείμωνα
- → δείτε τις λέξεις μέσος και χειμώνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεσοχείμωνο
|
- ↑ μεσοχείμωνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας