μεσοδακτύλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μεσοδακτύλιος | η | μεσοδακτύλια & μεσοδακτύλιος |
το | μεσοδακτύλιο |
γενική | του | μεσοδακτύλιου & μεσοδακτυλίου |
της | μεσοδακτύλιας & μεσοδακτυλίου |
του | μεσοδακτύλιου & μεσοδακτυλίου |
αιτιατική | τον | μεσοδακτύλιο | τη | μεσοδακτύλια & μεσοδακτύλιο |
το | μεσοδακτύλιο |
κλητική | μεσοδακτύλιε | μεσοδακτύλια & μεσοδακτύλιε |
μεσοδακτύλιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μεσοδακτύλιοι | οι | μεσοδακτύλιες & μεσοδακτύλιοι |
τα | μεσοδακτύλια |
γενική | των | μεσοδακτύλιων & μεσοδακτυλίων |
των | μεσοδακτύλιων & μεσοδακτυλίων |
των | μεσοδακτύλιων & μεσοδακτυλίων |
αιτιατική | τους | μεσοδακτύλιους & μεσοδακτυλίους |
τις | μεσοδακτύλιες & μεσοδακτυλίους |
τα | μεσοδακτύλια |
κλητική | μεσοδακτύλιοι | μεσοδακτύλιες & μεσοδακτύλιοι |
μεσοδακτύλια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεσοδακτύλιος < ελληνιστική κοινή μεσοδάκτυλος + -ιος
Επίθετο
επεξεργασίαμεσοδακτύλιος, -α/-ος, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσοδακτύλιος
|