Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσοβασιλεία οι μεσοβασιλείες
      γενική της μεσοβασιλείας των μεσοβασιλειών
    αιτιατική τη μεσοβασιλεία τις μεσοβασιλείες
     κλητική μεσοβασιλεία μεσοβασιλείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσοβασιλεία < ελληνιστική κοινή μεσοβασιλεία < αρχαία ελληνική μέσος + βασιλεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσοβασιλεία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία