μεσοβασιλεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσοβασιλεία < ελληνιστική κοινή μεσοβασιλεία < αρχαία ελληνική μέσος + βασιλεία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσοβασιλεία θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μεσοβασιλεία στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσοβασιλεία