μεθοριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεθοριακός < (ελληνιστική κοινή) μεθοριακός < αρχαία ελληνική μεθόριος
Επίθετο επεξεργασία
μεθοριακός, -ή, -ό
- αυτός που βρίσκεται στα εθνικά σύνορα μιας χώρας
- αυτός που έχει σχέση με κάτι που συμβαίνει στη μεθόριο