Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεθοριακός η μεθοριακή το μεθοριακό
      γενική του μεθοριακού της μεθοριακής του μεθοριακού
    αιτιατική τον μεθοριακό τη μεθοριακή το μεθοριακό
     κλητική μεθοριακέ μεθοριακή μεθοριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεθοριακοί οι μεθοριακές τα μεθοριακά
      γενική των μεθοριακών των μεθοριακών των μεθοριακών
    αιτιατική τους μεθοριακούς τις μεθοριακές τα μεθοριακά
     κλητική μεθοριακοί μεθοριακές μεθοριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεθοριακός < (ελληνιστική κοινήμεθοριακός < αρχαία ελληνική μεθόριος

  Επίθετο επεξεργασία

μεθοριακός, -ή, -ό

  1. αυτός που βρίσκεται στα εθνικά σύνορα μιας χώρας
  2. αυτός που έχει σχέση με κάτι που συμβαίνει στη μεθόριο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία