Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγασάκος οι μεγασάκοι
      γενική του μεγασάκου των μεγασάκων
    αιτιατική τον μεγασάκο τους μεγασάκους
     κλητική μεγασάκε μεγασάκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγασάκος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική supersack ή mega sack (μεγάλος σάκος) ή bulk sack (σάκος μεγάλων όγκων). Αναλύεται σε μεγα- + σάκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ɣaˈsa.kos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγασάκος αρσενικό

  • μεγάλος πλαστικός σάκος από ανθεκτικό υλικό για ογκώδη αντικείμενα και πολύ μεγάλα βάρη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία