bulk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bulk | bulks |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbulk (en)
- χύμα, ασυσκεύαστος
- (μη μετρήσιμο) μεγάλος όγκος
- ⮡ It’s advantageous to buy in bulk.
- Είναι πλεονέκτημα να αγοράζεις χονδρικώς.
- ⮡ It’s advantageous to buy in bulk.