ενικός         πληθυντικός  
bulk bulks

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bʌlk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bulk (en)

  1. χύμα, ασυσκεύαστος
  2. (μη μετρήσιμο) μεγάλος όγκος
    ⮡  It’s advantageous to buy in bulk.
    Είναι πλεονέκτημα να αγοράζεις χονδρικώς.