Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεγαρίτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μεγαρίτικ
ος
η
μεγαρίτικ
η
το
μεγαρίτικ
ο
γενική
του
μεγαρίτικ
ου
της
μεγαρίτικ
ης
του
μεγαρίτικ
ου
αιτιατική
τον
μεγαρίτικ
ο
τη
μεγαρίτικ
η
το
μεγαρίτικ
ο
κλητική
μεγαρίτικ
ε
μεγαρίτικ
η
μεγαρίτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μεγαρίτικ
οι
οι
μεγαρίτικ
ες
τα
μεγαρίτικ
α
γενική
των
μεγαρίτικ
ων
των
μεγαρίτικ
ων
των
μεγαρίτικ
ων
αιτιατική
τους
μεγαρίτικ
ους
τις
μεγαρίτικ
ες
τα
μεγαρίτικ
α
κλητική
μεγαρίτικ
οι
μεγαρίτικ
ες
μεγαρίτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεγαρίτικος
<
Μεγαρίτ(ης)
+
-ικος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
me.ɣaˈɾi.ti.kos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
με
‐
γα
‐
ρί
‐
τι
‐
κος
Επίθετο
επεξεργασία
μεγαρίτικος
ο σχετικός με τα
Μέγαρα
και τους κατοίκους της
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγαρίτικος