μεγαουρητήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαουρητήρας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική megaureter / megaloureter[1] < αρχαία ελληνική μέγας + οὐρητήρ < οὐρέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγαουρητήρας αρσενικό
- (ιατρική) μη φυσιολογική διαστολή / διάταση του ουρητήρα
- ※ Σε περίπτωση που το νεφρικό παρέγχυμα έχει ικανοποιητική λειτουργία, μπορεί να γίνει αναστόμωση στο εγγύς τμήμα των δύο ουρητήρων ή αναστόμωση μεταξύ της πυέλου του κάτω πόλου και του εγγύς τμήματος του μεγαουρητήρα και εκτομή του τμήματός του στην κυστεοουρητηρική συμβολή. Αν υπάρχει μόνο αποφρακτικός μεγαουρητήρας, γίνεται εκτομή του απώτερου τμήματός του, πλαστική προκειμένου να ελαττωθεί η διάμετρος του αυλού του και μετεμφύτευσή του στην ουροδόχο κύστη. (*)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Megaureter στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγαουρητήρας
- ↑ μεγαουρητήρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)