Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαουρητήρας οι μεγαουρητήρες
      γενική του μεγαουρητήρα των μεγαουρητήρων
    αιτιατική τον μεγαουρητήρα τους μεγαουρητήρες
     κλητική μεγαουρητήρα μεγαουρητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαουρητήρας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική megaureter / megaloureter[1] < αρχαία ελληνική μέγας + οὐρητήρ < οὐρέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγαουρητήρας αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. μεγαουρητήραςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)