μεγαλειότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλειότητα < (ελληνιστική κοινή) μεγαλειότης < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική majesté
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ɣa.liˈo.ti.ta/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγαλειότητα θηλυκό
- (προσφώνηση) τίτλος και προσφώνηση αυτοκράτορα ή αυτοκράτειρας και βασιλιά ή βασίλισσας