μαυροτσούκαλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαυροτσούκαλο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) τσουκάλι που έχει μαυρίσει από τη χρήση
- (μεταφορικά) πολύ μαυριδερός άνθρωπος, ιδιαίτερα γυναίκα, αραπίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαυροτσούκαλο
|