Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ματόπονος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ματόπον
ος
οι
ματόπον
οι
γενική
του
ματόπον
ου
των
ματόπον
ων
αιτιατική
τον
ματόπον
ο
τους
ματόπον
ους
κλητική
ματόπον
ε
ματόπον
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ματόπονος
<
μεσαιωνική ελληνική
ματόπονος
<
ὀμματόπονος
<
ὀμμάτιν
<
αρχαία ελληνική
ὄμμα
+
πόνος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ματόπονος
αρσενικό
ο
πόνος
του ματιού
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πονόματος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
οφθαλμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ματόπονος
αγγλικά
:
eye ache
(en)
,
eye pain
(en)
σλαβομακεδονικά
:
очобол
(mk)
(
očobol
)