Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οφθαλμία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οφθαλμί
α
οι
οφθαλμί
ες
γενική
της
οφθαλμί
ας
των
οφθαλμι
ών
αιτιατική
την
οφθαλμί
α
τις
οφθαλμί
ες
κλητική
οφθαλμί
α
οφθαλμί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οφθαλμία
<
αρχαία ελληνική
ὀφθαλμία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οφθαλμία
θηλυκό
(
ιατρική
)
ασθένεια
των
οφθαλμών
,
φλεγμονή
τους
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ματόπονος
/
πονόματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οφθαλμία