Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πονόματος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πονόματ
ος
οι
πονόματ
οι
γενική
του
πονόματ
ου
των
πονόματ
ων
αιτιατική
τον
πονόματ
ο
τους
πονόματ
ους
κλητική
πονόματ
ε
πονόματ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πονόματος
<
πόνος
+
-ο-
+
μάτι
+
-ος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πονόματος
αρσενικό
πόνος
στο
μάτι
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ματόπονος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
οφθαλμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πονόματος
→
δείτε
τη λέξη
ματόπονος