ματσέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ματσέτα | οι | ματσέτες |
γενική | της | ματσέτας | των | ματσετών |
αιτιατική | τη | ματσέτα | τις | ματσέτες |
κλητική | ματσέτα | ματσέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ματσέτα < (άμεσο δάνειο) αγγλική machete < ισπανική machete, υποκοριστικό του macho < λατινική mattea
Ουσιαστικό επεξεργασία
ματσέτα θηλυκό
- (νεολογισμός) μεγάλο μαχαίρι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο βλάστησης αλλά και σε άλλες περιπτώσεις