ματζούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ματζούνι | τα | ματζούνια |
γενική | του | ματζουνιού | των | ματζουνιών |
αιτιατική | το | ματζούνι | τα | ματζούνια |
κλητική | ματζούνι | ματζούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ματζούνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική macun (θεραπευτικό σκεύασμα με ζάχαρη) + -ι [1] < αραβική معجون (macun)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈd͡zu.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐τζού‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαματζούνι ουδέτερο
- (φαρμακευτική) γιατροσόφι, πρακτικό φάρμακο, κυρίως σε μορφή αλοιφής ή πολτού
- (γενικότερα) κάθε παρασκεύασμα φυτικής προέλευσης που χρησιμεύει για θεραπευτικούς σκοπούς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ματζούνι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ματζούνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ macun - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν