macun
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- macun < (άμεσο δάνειο) αραβική معجون (macun)[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: ματζούνι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmacun
- το ματζούνι, θεραπευτικό σκεύασμα με ζάχαρη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ macun - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν