ματαιόφρονας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ματαιόφρων & ματαιόφρονας |
η | ματαιόφρων | το | ματαιόφρον |
γενική | του | ματαιόφρονος & ματαιόφρονα |
της | ματαιόφρονος | του | ματαιόφρονος |
αιτιατική | τον | ματαιόφρονα | τη | ματαιόφρονα | το | ματαιόφρον |
κλητική | ματαιόφρων & ματαιόφρονα |
ματαιόφρων | ματαιόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ματαιόφρονες | οι | ματαιόφρονες | τα | ματαιόφρονα |
γενική | των | ματαιοφρόνων | των | ματαιοφρόνων | των | ματαιοφρόνων |
αιτιατική | τους | ματαιόφρονες | τις | ματαιόφρονες | τα | ματαιόφρονα |
κλητική | ματαιόφρονες | ματαιόφρονες | ματαιόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ματαιόφρονας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ματαιόφρ(ων) + -ονας, από την αιτιατική σε -ονα
Επίθετο επεξεργασία
ματαιόφρονας, -ων, -ον
- μορφή του ματαιόφρων με νεότερες καταλήξεις στον αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ματαιόφρονας
|