μαστούρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μαστούρης | η | μαστούρα | το | μαστούρικο |
γενική | του | μαστούρη | της | μαστούρας | του | μαστούρικου |
αιτιατική | τον | μαστούρη | τη | μαστούρα | το | μαστούρικο |
κλητική | μαστούρη | μαστούρα | μαστούρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μαστούρηδες | οι | μαστούρες | τα | μαστούρικα |
γενική | των | μαστούρηδων | — | των | μαστούρικων | |
αιτιατική | τους | μαστούρηδες | τις | μαστούρες | τα | μαστούρικα |
κλητική | μαστούρηδες | μαστούρες | μαστούρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαστούρης < μαστούρα
Επίθετο
επεξεργασίαμαστούρης, -α, -ικο
- που κάνει χρήση ναρκωτικών
- που βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών