μασητήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μασητήριος < (ελληνιστική κοινή) (μαση(τήρ) + -τήριος [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.siˈti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ση‐τή‐ρι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαμασητήριος, -α, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μασητήριος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μασητήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας