↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μασητήριος η μασητήρια το μασητήριο
      γενική του μασητήριου της μασητήριας του μασητήριου
    αιτιατική τον μασητήριο τη μασητήρια το μασητήριο
     κλητική μασητήριε μασητήρια μασητήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μασητήριοι οι μασητήριες τα μασητήρια
      γενική των μασητήριων των μασητήριων των μασητήριων
    αιτιατική τους μασητήριους τις μασητήριες τα μασητήρια
     κλητική μασητήριοι μασητήριες μασητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μασητήριος < (ελληνιστική κοινή) (μαση(τήρ) + -τήριος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.siˈti.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ση‐τή‐ρι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

μασητήριος, -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία