Ετυμολογία

επεξεργασία
μασητήρ < μασάομαι (ίσως και μασσάομαι) συγγενές με το μαστάζω και μαστιχάω

μασητήρ

  • ἅμα τε ἀπ᾽ ἀμφοτέρων τῶν ἀκρέων τούτων νευρώδεες τένοντες πεφύκασιν, ἐξ ὧν ἐξήρτηνται οἱ μύες οἱ κροταφῖται καὶ μασσητῆρες καλεόμενοι (Ιπποκρ. Περί Αρθρων, 30)

Συγγενικά

επεξεργασία