μασητήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασία- μασητήρας < αρχαία ελληνική μασητήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμασητήρας αρσενικό
- οι δύο μυώνες με τους οποίους καθίσταται δυνατή η μάσηση
- μασητήρες μυες (αλλά το μύες παραλειπόταν συχνά ωε ευκόλως εννοούμενο και ο μασητήρας ουσιαστικοποιήθηκε)