μασάομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμασάομαι ( & μαστάζω)
- μασάω
- το μασώμενον (για φάρμακο για τον πονόδοντο)
- τρώω
- ἀμυγδάλας μασᾶσθα
- τῶν ὁπότ᾽ ἰθύσει᾽ ὁ γέρων ἐπὶ χερσὶ μάσασθαι, τὰς δ᾽ ἄνεμος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα. (και κάθε φορά που ο γέροντας άπλωνε το χέρι του σε αυτά για να τα φάει, ο άνεμος τα πέταγε στα σκοτεινά σύννεφα)
- (ελληνιστική έννοια) δείχνω περιφρόνηση προτάσσοντας το κάτω χείλος