Ετυμολογία

επεξεργασία
μασάομαι < μάω ή μάσσω

μασάομαι ( & μαστάζω)

  1. μασάω
    το μασώμενον (για φάρμακο για τον πονόδοντο)
  2. τρώω
    ἀμυγδάλας μασᾶσθα
    τῶν ὁπότ᾽ ἰθύσει᾽ ὁ γέρων ἐπὶ χερσὶ μάσασθαι, τὰς δ᾽ ἄνεμος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα. (και κάθε φορά που ο γέροντας άπλωνε το χέρι του σε αυτά για να τα φάει, ο άνεμος τα πέταγε στα σκοτεινά σύννεφα)
  3. (ελληνιστική έννοια) δείχνω περιφρόνηση προτάσσοντας το κάτω χείλος

Συγγενικά

επεξεργασία