Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μαστᾰκ-
ονομαστική μάσταξ αἱ μάστακες
      γενική τῆς μάστακος τῶν μαστάκων
      δοτική τῇ μάστακ ταῖς μάσταξ(ν)
    αιτιατική τὴν μάστακ τὰς μάστακᾰς
     κλητική ! μάσταξ μάστακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μάστακε
γεν-δοτ τοῖν  μαστάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάσταξ < μαστάζω (μασάω) ή από τον ταυτόσημο παράλληλο τύπο μασάομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάσταξ θηλυκό

  1. η μπουκιά, αυτό που μπορεί να μασηθεί
    μάστακα δοῖσα τέκνοισιν
  2. τα σαγόνια, το στόμα, εκείνο με το οποίο μασάει ο άνθρωπος ή το ζώο
    ἐπί μάστακα χερσὶ πίεζε (έκλεινε το στόμα του με τα χέρια)
  3. (ελληνιστική σημασία) είδος ακρίδας (μόνο σε σχόλια ή γλώσσες λεξικών)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία