Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαρτίνι τα μαρτίνια
      γενική
    αιτιατική το μαρτίνι τα μαρτίνια
     κλητική μαρτίνι μαρτίνια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρτίνι < από τον Ιταλό Martini, μέτοχο σε εταιρία παρασκευής οινοπνευματωδών
μαρτίνι < το πρόβατο σε ντόπιους ιδιωματισμούς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρτίνι ουδέτερο

το ποτό συνήθως άκλιτο
  1. το λευκό βερμούτ που περιέχει κρασί, αρωματικά, ζάχαρη και πρόσθετο αλκοόλ
  2. το κοκτέιλ μαρτίνι , που αναμιγνύει με λευκό ξηρό μαρτίνι (ή άλλο βερμούτ) είτε βότκα είτε τζιν και συχνά συνοδεύεται από φέτα λεμόνι ή ελιά
    Το μαρτίνι του Τζέιμς Μποντ είναι βότκα μαρτίνι
  3. (συνήθως στον πληθυντικό: μαρτίνια) τα αιγοπρόβατα[1]
    Ο παππούς άνοιξε την πόρτα της καλύβας για να βγουν τα μαρτίνια έξω
    ※  Κόβει τέλος καὶ ἕνα δεμάτι ξύλα, τὰ φορτώνεται ὅλα στὸ κεφάλι, καὶ γυρίζει στὸ χωριό, σέρνοντας — ὄχι σπάνια ὄχι σπάνια – καὶ τὰ μαρτίνια της, μιὰ - δυὸ οἰκόσιτες γίδες. Έπειτα ἀπὸ κάμποσες μέρες, θὰ πᾶνε στὸ λιτρουβειό οἱ πρῶτες... (Λαογραφία, τόμος 33, Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, 1985, σελ. 430)
  4. (στρατιωτικός όρος, παρωχημένο) ονομασία πυροβόλου όπλου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.