Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιτρουβειό τα λιτρουβειά
      γενική του λιτρουβειού των λιτρουβειών
    αιτιατική το λιτρουβειό τα λιτρουβειά
     κλητική λιτρουβειό λιτρουβειά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιτρουβειό < ελαιοτριβείο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.tɾuˈvʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐τρου‐βειό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιτρουβειό ουδέτερο

  • άλλη γραφή του λιτρουβιό, το ελαιοτριβείο
    ※  Κόβει τέλος καὶ ἕνα δεμάτι ξύλα, τὰ φορτώνεται ὅλα στὸ κεφάλι, καὶ γυρίζει στὸ χωριό, σέρνοντας — ὄχι σπάνια ὄχι σπάνια – καὶ τὰ μαρτίνια της , μιὰ - δυὸ οἰκόσιτες γίδες . Έπειτα ἀπὸ κάμποσες μέρες, θὰ πᾶνε στὸ λιτρουβειό οἱ πρῶτες... (Λαογραφία, τόμος 33, Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, 1985, σελ. 430)

  Μεταφράσεις επεξεργασία