Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρμαροειδής η μαρμαροειδής το μαρμαροειδές
      γενική του μαρμαροειδούς* της μαρμαροειδούς του μαρμαροειδούς
    αιτιατική τον μαρμαροειδή τη μαρμαροειδή το μαρμαροειδές
     κλητική μαρμαροειδή(ς) μαρμαροειδής μαρμαροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρμαροειδείς οι μαρμαροειδείς τα μαρμαροειδή
      γενική των μαρμαροειδών των μαρμαροειδών των μαρμαροειδών
    αιτιατική τους μαρμαροειδείς τις μαρμαροειδείς τα μαρμαροειδή
     κλητική μαρμαροειδείς μαρμαροειδείς μαρμαροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρμαροειδής < μάρμαρον + εἶδος

  Επίθετο επεξεργασία

μαρμαροειδής,ής,ές

  • όμοιο με μάρμαρο στην όψη ή στην υφή

  Μεταφράσεις επεξεργασία