Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαρασκίνο τα μαρασκίνα
      γενική του μαρασκίνου των μαρασκίνων
    αιτιατική το μαρασκίνο τα μαρασκίνα
     κλητική μαρασκίνο μαρασκίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρασκίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική maraschino

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ɾaˈsci.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ρα‐σκί‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρασκίνο ουδέτερο

  1. (φρούτο) ξινό κεράσι ή βύσσινο (prunus cerasus) του είδους marasca, που κατοπιν επεξεργασίας χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική ή στην ποτοποιία
  2. (ποτό) λικέρ που έχει ως βασικό αρωματικό και γευστικό συστατικό του το είδος marasca

  Μεταφράσεις επεξεργασία