maraschino
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
maraschino | maraschini |
Ετυμολογία
επεξεργασία- maraschino < marasca
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmaraschino (it) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- maraschino - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).