μαρίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαρίνα | οι | μαρίνες |
γενική | της | μαρίνας | των | μαρινών |
αιτιατική | τη | μαρίνα | τις | μαρίνες |
κλητική | μαρίνα | μαρίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρίνα θηλυκό