μανταρινί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μανταρινί | τα | μανταρινιά |
γενική | του | μανταρινιού | των | μανταρινιών |
αιτιατική | το | μανταρινί | τα | μανταρινιά |
κλητική | μανταρινί | μανταρινιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μανταρινί < μανταρίν(ι) + -ί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανταρινί ουδέτερο
- το χρώμα του μανταρινιού
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μανταρίνι