Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαντέκα οι μαντέκες
      γενική της μαντέκας
    αιτιατική τη μαντέκα τις μαντέκες
     κλητική μαντέκα μαντέκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντέκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική manteca < ισπανική manteca < λατινική mantica < manus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαντέκα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία