μαντέκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαντέκα | οι | μαντέκες |
γενική | της | μαντέκας | — | |
αιτιατική | τη | μαντέκα | τις | μαντέκες |
κλητική | μαντέκα | μαντέκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαντέκα θηλυκό
- (παρωχημένο) αλοιφή που έβαζαν μέχρι τον 20ο αιώνα στο μουστάκι τους για να του δίνουν γυαλάδα και φόρμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαντέκα
|