Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαμούλι τα μαμούλια
      γενική του μαμουλιού των μαμουλιών
    αιτιατική το μαμούλι τα μαμούλια
     κλητική μαμούλι μαμούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαμούλι < (άμεσο δάνειο) περσική مَعْمُول

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαμούλι ουδέτερο

  • άλλη μορφή του μααμούλ
    ※  Και ο κόσμος του φάνηκε τώρα δυο φορές πιο μεγάλος, κ' η βάρκα του καράβι τρικάταρτο, που βρισκότανε μέσα μοναχός του κι έρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος από ένα μαμούλι (Στέλιος Ξεφλούδας, Νιρβάνας, Χρηστομάνος, Ροδοκανάκης και άλλοι, 1953, σελ 88)
    ※  Παράλληλα, παρασκευάζονται μοντέρνα και παραδοσιακά κεραστικά, όπως είναι το απαράμιλλο μαμούλι, με φρέσκα χαλεπιανά και το λουκούμι, με αμύγδαλα και λουσμένο με άσπρες νυφάδες άχνης (κείμενο από παρουσίαση εστιατορίου της Πάφου, ανακτήθηκε στις 17/4/2022 [1])

Άλλες μορφές επεξεργασία