Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαμούλ < (άμεσο δάνειο) περσική مَعْمُول

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαμούλ ουδέτερο άκλιτο

  • άλλη μορφή του μααμούλ
    ※  Η Φατίμα είχε φτιάξει κάτι μπισκότα μαμούλ, που ήταν ακόμη ζεστά και πολύ τραγανά, και τα έφαγαν σιωπηλοί (Isabella Hammad, Ο Παριζιάνος, εκδ. Μεταίχμιο, 2020 [1])

Άλλες μορφές επεξεργασία