μααμούλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μααμούλ < (άμεσο δάνειο) περσική مَعْمُول
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμααμούλ ουδέτερο άκλιτο
- γλυκό με κύριο περιεχόμενο τους χουρμάδες και ροδόνερο που σερβίρεται στο τέλος του Ραμαζανιού από τους Μωαμεθανούς, αλλά και πριν το Πάσχα από τους Χριστιανούς της Μέσης Ανατολής
- ※ Αφού διάβαζαν το Αλ Φατίχα, τα παιδιά μοίραζαν στους υπόλοιπους επισκέπτες του νεκροταφείου γλυκά μααμούλ γεμιστά με χουρμάδες, και λουλούδια από ένα μπουκέτο, παίρνοντας παρόμοια μικρά δωράκια ως αντίδωρο (Μελίσα Φλέμινγκ, Μια ελπίδα πιο δυνατή απ' τη θάλασσα: Η απίστευτη ιστορία αγάπης, απώλειας και επιβίωσης μιας προσφυγοπούλας, εκδ. Καστανιώτη, 2020)